Ο Εμπορικός Σύλλογος Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη σας παρουσιάζει την ιστορία της Νίκαιας:
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
Το Ελληνικό κράτος –για ν’ αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 προσφύγων– δημιούργησε σε όλη την ελληνική επικράτεια πλήθος συνοικισμών, στις παρυφές των δομημένων πόλεων ή και εκτός των συνόρων αυτών. Ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς.
ΘΕΜΕΛΙΟΣ ΛΙΘΟΣ
Ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Κοκκινιάς τέθηκε στις 18 Ιουνίου 1923. Εκεί, στεγάστηκαν 6.390 οικογένειες σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι, που έλαβαν τις ονομασίες τους από τις πόλεις της Ανατολής.
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Ο συνοικισμός των προσφύγων της Νέας Κοκκινιάς, αργότερα μετονομάστηκε σε Νίκαια, και στη συνέχεια –με τη συνένωση των Δήμων– συγκροτήθηκε στον ενιαίο Δήμο Νίκαιας-Αγ. Ι. Ρέντη (ΦΕΚ 87/Α/7-6-2010). Το πολυπληθές ανθρώπινο δυναμικό της πόλης, σύμφωνα με την απογραφή του 1991 άγγιξε τους 87.700 κατοίκους, ενώ το 2001 απογράφηκαν 93.086 δημότες. Στην απογραφή του 2011, ο Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ι. Ρέντη καταμετρούσε 105.430 κατοίκους, ενώ έκτοτε ο πληθυσμός αυξάνεται δυναμικά, καθώς εμπλουτίζεται διαρκώς – λόγω της έντονης (εσωτερικής και εξωτερικής) μετανάστευσης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Βάσει αυτών των δεδομένων, ο Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ι. Ρέντη μπορεί να θεωρηθεί ο μεγαλύτερος προσφυγικός Δήμος της Αττικής, και ο δεύτερος σε μέγεθος προσφυγογενής Δήμος –μετά τη Θεσσαλονίκη– στην Ελλάδα.
ΟΙΚΙΕΣ
Το εσωτερικό των σπιτιών της Νέας Κοκκινιάς εντυπωσίαζε με την καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε, αν και τα περιορισμένα δωμάτια ασφυκτιούσαν από χρηστικά αντικείμενα. Αν το οίκημα αποτελούταν από έναν χώρο, τότε σε αυτόν βρισκόταν όλος ο οικιακός εξοπλισμός (ντουλάπα, ψυγείο, κουζίνα, καθώς και το διπλό κρεβάτι του ζευγαριού).
Οι ασβεστωμένοι τοίχοι και τα κατάλευκα πεζοδρόμια, οι χειροποίητες κουρτίνες στα παράθυρα, οι βασιλικοί και τα γεράνια στα σκαλοπάτια, στις ταράτσες και τις αυλές ομόρφαιναν την προσφυγική συνοικία, δίνοντας μια χαρμόσυνη νότα ζωής στη φτωχική γειτονιά. Τα κεντήματα, τα εικονίσματα, τα ιερά κειμήλια των προσφύγων, οι φωτογραφίες της οικογένειας και τα διάφορα πολύτιμα μικροπράγματα στόλιζαν το εσωτερικό των σπιτιών προσφέροντας μια αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας.
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Η απουσία έργων υποδομής, η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου, η ανυπαρξία ηλεκτρικού ρεύματος, η λειψυδρία, τα κοινόχρηστα αποχωρητήρια, η στενότητα των χώρων διαβίωσης, η σκόνη και η λάσπη των δρόμων, και κυρίως η ανέχεια, δυσκόλευαν πολύ τη ζωή των προσφύγων. Τον πρώτο καιρό οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς βίωσαν έντονα τη φτώχεια, την αρρώστια, την πείνα. Οι επιδημίες θέριζαν στις παράγκες, ενώ τα συσσίτια κράταγαν μόλις και μετά βίας τους ανθρώπους στη ζωή.
Η λειψυδρία θεωρείτο το μέγιστο των προβλημάτων. Το δίκτυο του νερού έφτασε στην Κοκκινιά το 1936. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσεται και επιτυγχάνεται η ανασύσταση της κοινωνικής ζωής, η οποία στηρίζεται βασικά στην επιχειρηματικότητα των προσφύγων και στον ανυποχώρητα μάχιμο χαρακτήρα τους.
Η ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΝΙΚΑΙΑ
Η ζωή στην Κοκκινιά χαρακτηρίζεται από το ήθος, τους ιδιαίτερους επικοινωνιακούς τρόπους, την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια, την επινοητικότητα, την κουλτούρα, την επιχειρηματικότητα, την εξοικείωση με τη ζωή της σύγχρονης πόλης, τον αναβαθμισμένο ρόλο και τη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή.
Η επιχειρηματικότητα των προσφύγων εκδηλώνεται με διάφορες επιχειρηματικές δράσεις. Κορυφαία ενασχόλησή τους είναι η ταπητουργία. Η αγορά αποτελεί, επίσης, έναν κόμβο ανταλλαγών όπου αποδεικνύονται εμπράκτως η γνώση, η ευρυμάθεια και το πολύπλευρο ταλέντο των προσφύγων.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Η κυρίαρχη αίσθηση της ξεχωριστής ταυτότητας των προσφύγων είχε μια έντονη πολιτισμική διάσταση, και στηριζόταν κυρίως στις μνήμες, τις οποίες διατηρούσαν ζωντανές οι πρόσφυγες προσπαθώντας να τις ενσωματώσουν στον νέο τρόπο ζωής τους. Η αναφορά στον τόπο καταγωγής, η αφοσίωση στα ιδιαίτερα εντόπια χαρακτηριστικά, η συνάρτηση τοπικής και θρησκευτικής ταυτότητας είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα της Κοκκινιάς, η οποία με την άφιξη των προσφύγων “μυρίζει” Ανατολή. Είναι γεγονός ότι ανάμεσα σε όλες τις συνοικίες, η Κοκκινιά παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση σε θεάματα και νυχτερινή ζωή.
ΤΟ ΧΑΜΑΜ
Η αναβίωση της αστικής κουλτούρας των προσφύγων της Μικράς Ασίας υπαγόρευε την περιποίηση και τη φροντίδα του σώματος, την επιμέλεια της εμφάνισης, την αναζήτηση της ομορφιάς. Έτσι, με την ίδρυση της πόλης της Κοκκινιάς δημιουργήθηκε το λουτρό-χαμάμ για την καθαριότητα των προσφύγων, από τον Αρμένιο αρχιτέκτονα Αρτίν Παλατζιάν. Το χαμάμ λεγόταν Μικρά Ασία, ξεκίνησε να χτίζεται το 1923, ολοκληρώθηκε το 1925, και άρχισε να λειτουργεί το 1926.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
Η εκκλησία ενσωμάτωνε τόσο τη δημόσια όσο και την πνευματική ζωή της κοινότητας. Οι ειδικοί δεσμοί των προσφύγων με το παρελθόν τους μπορούσαν να εκδηλωθούν μέσα στο πλαίσιο της εκκλησίας. Ο Άγιος Νικόλαος ήταν ο πρώτος ναός που ιδρύθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς. Στη βορειοδυτική πλευρά του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε ο Ιερός Ναός της Οσίας Ξένης, ο οποίος λειτούργησε σ’ ένα κοινό πλυσταριό από το 1922. Σε ξύλινο παράπηγμα λειτούργησε, το 1923, στα βορειοδυτικά της πόλης, και ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου. Πλήθος άλλων εκκλησιών ακολούθησαν, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Τριάδα, η Ευαγγελίστρια, κ.λ.π..
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Τα πρώτα σχολεία λειτούργησαν μέσα σε αντίσκηνα ναούς που είχαν στηθεί στον συνοικισμό, ή στα κοινόχρηστα πλυντήρια. Εκεί, δίδαξαν τα προσφυγόπουλα οι δασκάλες και οι δάσκαλοι της Κοκκινιάς. Το 1924 ιδρύθηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο, μεταξύ των οδών Βοσπόρου-Καισαρείας-Ιωνίας, το οποίο το 1925 ονομάσθηκε Πρώτο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων. Το κτίριο υπέστη ζημιές στη διάρκεια της Κατοχής, όπως και διάφορα άλλα σχολεία της Κοκκινιάς.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
H έλλειψη καλλιεργήσιμης γης οδήγησε τους κατοίκους της Κοκκινιάς στην αναζήτηση εργασίας στα εργοστάσια, στις βιοτεχνίες και τις ιδιωτικές εργασίες. Η πλειονότητα των κατοίκων ήταν εργάτες, τεχνίτες, υπάλληλοι, ξυλουργοί, οικοδόμοι, ενώ πολλοί εργάζονταν εκτός πόλεως, και για τον λόγο αυτό διεκδικούσαν τακτικότερη συγκοινωνία και επέκταση των μεταφορικών γραμμών. Μόλις το 12% των ανδρών ασχολούταν με επιδέξια επαγγέλματα, ήταν, δηλαδή, ραφτάδες, μάγειροι, τυπογράφοι, παπουτσήδες, ξυλουργοί, κουρείς, ενώ μόνο το 7% δραστηριοποιούταν στο εμπόριο, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν πλανόδιοι πωλητές, παντοπώλες, καφετζήδες. Η μειοψηφία στρεφόταν στη θάλασσα, λίγοι κάτοικοι της πόλης έγιναν ναυτικοί, ενώ μερικοί μόνον υπηρετούσαν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Πολλοί πρόσφυγες δούλευαν, επίσης, στην καπνοβιομηχανία, στα εργοστάσια τσιγάρων Παπαστράτος και Κεράνης, τα οποία απασχολούσαν μεγάλο αριθμό προσφύγων που κατοικούσαν στα περίχωρα του Πειραιά.
ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑ
Το 1939 ο Δήμος προκήρυξε διαγωνισμό για τη μετονομασία της πόλης, η οποία από Νέα Κοκκινιά ονομάστηκε Νίκαια (Φ.Ε.Κ. 271/1940 τεύχος Β), μετά την επικράτηση της σχετικής πρότασης του Ιωάννη Μελά, δικηγόρου, βουλευτή και αργότερα υπουργού, καταγόμενου από τη Βιθυνία.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
ΚΟΚΚΙΝΙΑ: ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Η Κοκκινιά, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών της συνθήκης της Λωζάννης (1923), κατοικήθηκε από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, που αγωνίστηκαν σκληρά για τη στεγαστική αποκατάσταση και την κοινωνική και πολιτισμική τους ένταξη σε διάφορες περιοχές της χώρας. Όταν η Ελλάδα ενεπλάκη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πρόσφυγες συμμετείχαν στην πλειονότητά τους ενεργά στην Αντίσταση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως ελευθερία και ισοτιμία στη νέα τους πατρίδα.
Το τελευταίο έτος της Κατοχής, το 1944, οι ναζί –σε μια ύστατη προσπάθεια επιβίωσης, γνωρίζοντας ότι έχαναν πανευρωπαϊκά τον πόλεμο και έχοντας ήδη δεχτεί στην Ελλάδα ισχυρότατο πλήγμα από την Αντίσταση– έγιναν τρομερά εκδικητικοί και εκφοβιστικοί πραγματοποιώντας μπλόκα σε πόλεις και χωριά που συμμετείχαν ενεργά στο αντιστασιακό κίνημα. Η Κοκκινιά, λόγω της έντονης αντιστασιακής δράσης των κατοίκων της –μέσα στο πλαίσιο της τρομοκρατίας και των αντεκδικήσεων εκ μέρους των ναζί κατακτητών και των Ελλήνων συνεργατών τους, δωσίλογων και Ταγμάτων Ασφαλείας– πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίματος και χτυπήθηκε παραδειγματικά τρεις φορές: στη Μάχη της Κοκκινιάς (4-8 Μαρτίου 1944), στο Μπλόκο της Κοκκινιάς (17 Αυγούστου 1944), καθώς και στο Μνημόσυνο του Μπλόκου (24 Σεπτεμβρίου 1944). Τα Τάγματα Ασφαλείας δημιουργήθηκαν τον Ιούνιο του 1943 από τη δωσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, με την έγκριση των ναζί κατακτητών που τα διοικούσαν, και ήταν ένοπλες μονάδες Ελλήνων που σκοπό είχαν να χτυπήσουν το αντιστασιακό κίνημα, κυρίως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, την πολυπληθέστερη αντιστασιακή οργάνωση την περίοδο της Κατοχής.
ΜΑΝΤΡΑ ΜΠΛΟΚΟΥ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
Η Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς αποτελεί τοπόσημο της Νίκαιας, καθώς είναι ο κεντρικός τόπος εκτελέσεων στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, ενός από τα πιο αιματηρά μπλόκα την περίοδο της Κατοχής. Το ταπητουργείο της πόλης ιδρύθηκε το 1929, και λειτούργησε αρχικά από την αγγλική εταιρεία «Οριεντάλ Κάρπετ». Κατά την περίοδο της Κατοχής ανεστάλη η λειτουργία του, ενώ αργότερα τα κτίρια νοικιάστηκαν από τους αδελφούς Παγιασλή.
Στις 17 Αυγούστου 1944 εκτελέστηκαν στον χώρο της Μάντρας, από τους ναζί κατακτητές και τα Τάγματα Ασφαλείας, εβδομήντα πέντε άτομα, εβδομήντα δύο άντρες και τρεις γυναίκες, αγωνιστές και αγωνίστριες που μετείχαν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της χώρας ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Ο συνολικός αριθμός των εκτελεσμένων σε ολόκληρη την πόλη εικάζεται ότι ξεπερνά τους διακόσιους, ενώ την ίδια μέρα τρεις χιλιάδες όμηροι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, εκ των οποίων χίλιοι διακόσιοι εκτοπίστηκαν σε ναζιστικά στρατόπεδα, και τριακόσιοι τριάντα πέντε δεν επέστρεψαν ποτέ.
Οι διεκδικήσεις για την αξιοποίηση της Μάντρας Μπλόκου Κοκκινιάς ως ιστορικό τόπο μνήμης ξεκίνησαν μεταπολεμικά και δικαιώθηκαν με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982), οπότε ο χώρος απαλλοτριώθηκε και αναμορφώθηκε. Τα εγκαίνια έγιναν το 1986, επί δημαρχίας Στέλιου Λογοθέτη. Το 2004, με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από το Μπλόκο της Κοκκινιάς, επί δημαρχίας Στέλιου Μπενετάτου, πραγματοποιήθηκε αναδιαμόρφωση του στεγασμένου χώρου. Με τη μουσειογραφική ανακαίνιση τοποθετήθηκαν οι φωτογραφίες των εκτελεσμένων πάνω σε μεταλλικούς στύλους δημιουργώντας μια δυναμική εικαστική σύνθεση. Η εγκατάσταση αποτίει φόρο τιμής στους αγωνιστές, οι οποίοι πλέον ταυτοποιούνται. Ο επισκέπτης μπορεί να κινηθεί ανάμεσά τους και νοερά να συνομιλήσει μαζί τους. Οι ήρωες αποκτώντας ανθρώπινη υπόσταση υποβάλλουν τον θεατή, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που την ώρα της κρίσης αγωνίστηκαν αψηφώντας τον θάνατο. Οι εκτελεσμένοι της Μάντρας Μπλόκου Κοκκινιάς αποτελούν παράδειγμα ενάντια σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού.
Από το 2011, επί δημαρχίας Γιώργου Ιωακειμίδη, η Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς είναι ένας τόπος μνήμης ανοιχτός στο κοινό, όπου υλοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα, ξεναγήσεις, και οργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς, ως μνημείο σύμβολο της Αντίστασης, υπενθυμίζει τη φρίκη του πολέμου και αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας, όπως μετουσιώθηκε στον επώδυνο και σθεναρό αντιφασιστικό αγώνα την περίοδο της Κατοχής.
Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Το πλήγμα που δέχτηκε η Ελλάδα την περίοδο 1940-1941 ήταν διπλό. Αφενός προσπάθησε να αποκρούσει την ιταλική επίθεση (1940), αφετέρου βίωσε την εισβολή του γερμανικού ναζισμού (1941) –και την επακόλουθη βουλγαρική κατοχή σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη– υφιστάμενη τις ολέθριες συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δημιουργία ενός αντιστασιακού μετώπου ήταν η μόνη διέξοδος στην οδυνηρή πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα. Έτσι, σύντομα, δημιουργήθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, οι οποίες –μεταξύ άλλων σημαντικών παρεμβάσεων– έπαιξαν υποστηρικτικό ρόλο στην επιτακτική ανάγκη του επισιτισμού, όπως η Εθνική Αλληλεγγύη, η οποία συστάθηκε στις 28 Μαΐου 1941 και αργότερα λειτούργησε ως ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ. Τον Σεπτέμβριο του 1941 ιδρύθηκαν οι δύο σημαντικότερες αντιστασιακές οργανώσεις την περίοδο της Κατοχής. Στις 9 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε σε σώμα ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), ενώ στις 27 Σεπτεμβρίου –με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και τη συμμετοχή τριών άλλων κομμάτων της Αριστεράς: του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας, του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας– δημιουργήθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), το οποίο κατάφερε να ενώσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού –σε εθνική πλέον κλίμακα– και να τροφοδοτήσει το όραμα της ελεύθερης Ελλάδας. Τον Φεβρουάριο του 1942, συστήθηκε ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, ο οποίος στο τέλος της Κατοχής αντιπροσώπευε το 80% των ένοπλων αντιστασιακών τμημάτων της χώρας. Η νεολαία ανέπτυξε σημαντική αντιστασιακή δράση μέσα από την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), η οποία ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1943.
Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ
Το 1944 βρήκε την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια διαρκώς εντεινόμενη εμπόλεμη κατάσταση. Η ένοπλη δράση στον Πειραιά ήταν σχεδόν ταυτισμένη με την Κοκκινιά, γιατί –μαζί με κάποιες γειτονιές όπως τα Καμίνια, η Δραπετσώνα και τα Ταμπούρια– ήταν η μόνη περιοχή που μπορούσε να εξασφαλίσει μια σχετική ελευθερία κινήσεων, καθώς και ανοιχτές διόδους προς το Αιγάλεω και τον Κορυδαλλό σε περίπτωση επιδρομής ή μπλόκου. Επιπροσθέτως, οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδείκνυαν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας είχε ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Ο προσφυγικός λαός της Κοκκινιάς εντάχτηκε –και έδρασε δυναμικά– στους κόλπους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, συσπειρώνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της πόλης, ανάμεσά τους και άτομα από την Αρμενική κοινότητα. Η Κοκκινιά την περίοδο της Κατοχής λειτούργησε ως άντρο της Αντίστασης και καθοδηγητικό κέντρο του απελευθερωτικού αγώνα. Για τον λόγο αυτό χτυπήθηκε παραδειγματικά τρεις φορές το τελευταίο έτος της Κατοχής, το 1944, στη Μάχη της Κοκκινιάς, στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, και στο σαρανταήμερο Μνημόσυνο των εκτελεσμένων του Μπλόκου της Κοκκινιάς. Πρόκειται για τρία αιματηρά κεφάλαια απαράμιλλης βίας –εκ μέρους των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους, δωσίλογων και Ταγμάτων Ασφαλείας– τα οποία συγκροτούν, ταυτοχρόνως, κάποιες από τις πιο φωτεινές σελίδες έμπρακτης γενναιότητας, μαχητικότητας, ηρωισμού και αυτοθυσίας των κατοίκων της πόλης.
Η ανάγκη της επιβίωσης, ο λιμός, το μίσος για τους κατακτητές, το πατριωτικό αίσθημα, καθώς και η αξία της ελευθερίας, ήταν οι βασικοί λόγοι για την ένταξη στην οργανωμένη αντίσταση. Στη Νίκαια, το ΕΑΜ και η Εθνική Αλληλεγγύη ανέλαβαν από νωρίς την οργάνωση συσσιτίων. Παντού δημιουργήθηκαν επιτροπές συσσιτίου, κυρίως στα σχολεία. Η σταδιακή απαξίωση των αστικών κομμάτων και το πολιτικό κενό που είχε δημιουργηθεί, σε συνδυασμό με το «άνοιγμα» του ΚΚΕ στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, καθώς και η σταδιακή μεταστροφή στον τρόπο με τον οποίο οι πρόσφυγες αντιμετώπιζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα, ήταν παράγοντες που έστρεψαν τον κόσμο προς το ΚΚΕ. Η επιρροή των πυρήνων που είχε διαμορφώσει το ΚΚΕ στην πόλη τα προπολεμικά χρόνια φάνηκε στα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα, το 1936 (10,1 % των ψήφων στη Νίκαια). Το ΕΑΜ στην Κοκκινιά οργανώθηκε με τη συμβολή και την καθοδήγηση παλιών κομμουνιστών, που είχαν δράσει προπολεμικά, σε εργατικούς χώρους, κυρίως σε εργοστάσια. Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, οι διώξεις και οι εξορίες των κομμουνιστών στην Ακροναυπλία ήταν γνωστές στους κατοίκους της πόλης, όπως και οι αντιφασιστικές ενέργειες, λόγου χάρη η έπαρση της κόκκινης σημαίας στο καμπαναριό του Αγ. Νικολάου, το 1939. Όλα αυτά συνέθεταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσαν τα παιδιά, που έγιναν έφηβοι τα χρόνια της Κατοχής.
Το ΕΑΜ στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά είχε τέσσερις τομείς, ένας από αυτούς ήταν το ΕΑΜ Κοκκινιάς, το οποίο ήταν η πιο ισχυρή και μαζική οργάνωση του Πειραιά. Το ΕΑΜ Κοκκινιάς ήταν χωρισμένο βάσει των συνοικιών της πόλης, την Οσία Ξένη, τα Κιλικιανά, τα Γερμανικά, τον Άγιο Νικόλαο και τα Άσπρα Χώματα. Ο ΕΛΑΣ στην περιοχή είχε το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα, με καπετάνιο τον Νίκανδρο Κεπέση, διοικητή τον Σωτήρη Κύβελο, και αργότερα τον Κλέαρχο Παπαθανασίου. Ο ΕΛΑΣ διέθετε τέσσερα Τάγματα και εννέα Λόχους και διμοιρίες που είχαν την ευθύνη όλης της Κοκκινιάς.
Εκτός από τη δομή του ΕΑΜ για την οργάνωση του αντιστασιακού αγώνα, τηρήθηκαν οι κανόνες συνωμοτικότητας, με τα σπίτια-κρυψώνες, τα ψευδώνυμα, τα δίκτυα πληροφόρησης, τους καθοδηγητές, τους συνδέσμους, συνήθως κοπέλες, «τα σπίτια-άσυλα» των γειτόνων που έδειχναν ένα αίσθημα αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής μεταξύ των ανθρώπων της γειτονιάς, εκεί όπου η δημόσια ζωή συναντούσε την αντιστασιακή δράση. Γνωστά στέκια ήταν το καφενείο του Τσοζολίδη (Π. Τσαλδάρη), που σύχναζε η προοδευτική νεολαία από τα χρόνια του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Το καφενείο των οικοδόμων στην Κονδύλη και Υψηλάντη, το καφενείο «Μέγας Αλέξανδρος» στην οδό Σμύρνης, και ένα ζαχαροπλαστείο στην Π. Τσαλδάρη, όπου σύχναζαν οι «λογοτεχνίζοντες», Σάββας Καμπερίδης, Θανάσης Ελεθερόπουλος, Σωτήρης Σκούταρης κ.ά. Στέκια ήταν επίσης διάφορα καταστήματα, όπως το ποδηλατάδικο στην Κυδωνιών, κουρεία, και το φωτογραφείο του Ανακρέοντα Σταυρίδη κ.ά.
Στη Νίκαια, από την Άνοιξη του 1943, λειτουργούσε παράνομο τυπογραφείο, το οποίο μεταφέρθηκε από την Αθήνα. Το τυπογραφείο εγκαταστάθηκε σε καταπακτή σπιτιού, στη συμβολή των οδών Τζαβέλα και Αιτωλικού. Εκεί, τυπώνονταν προκηρύξεις, τρικάκια, κουπόνια, ενώ κάποιες φορές γινόταν ανατύπωση της εφημερίδας Ελεύθερη Ελλάδα. Το τυπογραφείο λειτούργησε μέχρι την απελευθέρωση.
Οι σύλλογοι της περιοχής, που εξακολουθούσαν να λειτουργούν την περίοδο της Κατοχής, ήταν αδύνατον να μείνουν ανεπηρέαστοι από το μαζικό φαινόμενο της Αντίστασης, που δυνάμωνε στην πόλη. Φυσικά, δεν επιδόθηκαν όλοι οι σύλλογοι σε αντιστασιακές ενέργειες, αλλά, κυρίως, όσοι συγκέντρωναν τη νεολαία, η οποία αποτέλεσε δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού για την οργανωμένη Αντίσταση.
Ο σύλλογος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση του αντιστασιακού αγώνα και τη στρατολόγηση των νέων ήταν ο Ορειβατικός Φυσιολατρικός Όμιλος Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ). Σύμφωνα με τον Σίμο Μιχαηλίδη, που διετέλεσε Γραμματέας του τομέα του ΕΑΜ Κοκκινιάς, «η πρώτη ομάδα του ΕΑΜ βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του ΟΦΟΚ». Το πρόγραμμά του περιελάμβανε τις «εύθυμες βραδιές» την Πέμπτη, και τα «καλλιτεχνικά πρωινά» την Κυριακή στη Σχολή Μοργκεντάου. Τον Οκτώβριο του 1942 άρχισε ξανά η έκδοση του Δελτίου του ΟΦΟΚ. Επίσης, διοργάνωνε πάρτι σε διάφορους χώρους, όπως στην αίθουσα της ΧΑΝ και στα γειτονικά ταπητουργεία. Μέσω αυτών εξασφάλιζε χρήματα για τις ανάγκες του αντιστασιακού αγώνα, ενώ καλλιεργούνταν η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, και οι κοινές αξίες της διεκδίκησης για την ελευθερία. Αυτό το κλίμα ήταν απαραίτητο για τη συστράτευση και την οργάνωση της Αντίστασης.
Ο ΟΦΟΚ αποτέλεσε την απαρχή για την πνευματική αναγέννηση της Κοκκινιάς την περίοδο της Κατοχής. Από τους κόλπους του αναδείχθηκαν πνευματικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες της Νίκαιας, όπως οι ποιητές Αλέξανδρος Μουχτούρης, Έκτωρας Κακναβάτος, Μιχάλης Παπαδίτσας, κ.ά., ο ποιητής και ηθοποιός Γιώργος Μετσόλης, τραγουδιστές και μουσικοί, όπως ο Ηλίας Σεφέρογλου, που συνόδευε με το ακορντεόν του σχεδόν όλες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του ΟΦΟΚ. Από τον ΟΦΟΚ ξεκίνησε και ο ζωγράφος και ηθοποιός Μιχάλης Νικολινάκος, ο οποίος, αν και δεν ήταν πρόσφυγας, πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Κοκκινιά, συμμετείχε προπολεμικά στα πολιτιστικά δρώμενα του συνοικισμού, ενώ στην Κατοχή, μέσα από τον ΟΦΟΚ, οργανώθηκε στην Αντίσταση. Συμμετείχε ως «κονφερανσιέ» στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του συλλόγου και σχεδίαζε τα σκίτσα για τις παραστάσεις. Επίσης, έφτιαχνε τα πανό και τα τρικάκια του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις και οι θεατρικές παραστάσεις του ΟΦΟΚ ήταν μια μορφή πολύμορφου αγώνα μέσα στη γειτονιά, όπως ακριβώς λειτουργούσε το θέατρο του βουνού στην ύπαιθρο.
Ο ΟΦΟΚ μαζί με τον Φοιτητικό Σύνδεσμο Νίκαιας και τους μαθητές του Γυμνασίου οργάνωναν διάφορες αντιστασιακές πράξεις, έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, μοίραζαν προκηρύξεις, σχεδίαζαν αφίσες. Το ΕΑΜ, προκειμένου να φέρει στους κόλπους του τη νεολαία, προσέγγισε και τους αθλητικούς συλλόγους της πόλης. Σε κεντρικό επίπεδο, το 1942, με πρωτοβουλία του βαλκανιονίκη Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύθηκε η αντιστασιακή οργάνωση «Ένωση Ελλήνων Αθλητών» του ΕΑΜ. Οι ποδοσφαιριστές, Σπύρος Κοντούλης και Ανδρέας Γούτης, από την τοπική αθλητική ομάδα της «Άμυνας», επέδειξαν ενεργή αντιστασιακή δράση, και βρέθηκαν στο στόχαστρο των κατακτητών. Και οι δύο εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Ο Σπύρος Κοντούλης μαζί με τον αδελφό του Βασίλη συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι, όπου τους βασάνισαν, ενώ κατόπιν τους οδήγησαν προς εκτέλεση στην Καισαριανή. Κατά τη μεταφορά, ο Σπύρος πήδηξε από το φορτηγό και τον σκότωσαν επί τόπου, ενώ τον Βασίλη τον εκτέλεσαν στην Καισαριανή. Επίσης, οι πρόσκοποι της Κοκκινιάς συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση της πόλης.
Στην Κοκκινιά, μεγάλο τμήμα της ΕΠΟΝ συγκροτήθηκε αρχικά από νέους και νέες που είχαν δουλέψει στη συλλογικότητα του ΟΦΟΚ, καθώς και στις πρώτες αριστερές και κομμουνιστικές αντιστασιακές ομάδες. Ο Σεραφείμ Ρούτσος ήταν γραμματέας της τομεακής επιτροπής της ΕΠΟΝ Κοκκινιάς. Ο Κώστας Κρομμύδας ήταν οργανωτικός γραμματέας, όπως και ο Βαγγέλης Κουτσομυτάκης, ενώ υπεύθυνος ήταν ο Χρήστος Συμεωνίδης κ.ά. Τη διαφώτιση είχε αναλάβει ο Γιάννης Κοντούλης, ενώ ο Αλέξανδρος Μουχτούρης, μέλος του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ, ήταν υπεύθυνος για τη διακίνηση του παράνομου μηχανισμού και τύπου. Η Βασιλεία Καπουσόγλου, μέλος του ΚΚΕ, ήταν υπεύθυνη της γυναικείας οργάνωσης της ΕΠΟΝ. Μαζί της ήταν και η Φωτούλα Μαυροφρύδη-Θεοφυλάκτου, η Νίνα Γεωργαλά κ.ά. Εκτός από τους παραπάνω, πολλοί άλλοι νέοι και νέες της Κοκκινιάς συμμετείχαν στην ΕΠΟΝ. Οι νέοι, μέσα από την Αντίσταση, αποκτούσαν την ελπίδα της απελευθέρωσης και της συμμετοχικής δράσης στη διαμόρφωση της μελλοντικής τους ζωής. Η Αντίσταση ήταν μια βιωματική και ψυχολογική εμπειρία που τους οδήγησε πρόωρα στην απότομη ενηλικίωση.
Κάποια παραδείγματα από την αντιστασιακή δράση των κατοίκων της Κοκκινιάς ήταν τα παρακάτω: τον Μάρτιο του 1943, το ΕΑΜ Κοκκινιάς μαζί με τη νεολαία διαδήλωσαν μαζικά στον Πειραιά και στους δρόμους της πόλης ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, που σχεδίαζε η διορισμένη κυβέρνηση. Η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1943 στάθηκε αφορμή για μια νέα διαδήλωση κατά των κατακτητών. Τέλος, μία από τις οργανωμένες δράσεις της ΕΠΟΝ ήταν η έντονη διαμαρτυρία των «αετόπουλων» στον διορισμένο δήμαρχο Θεόδωρο Αμυραδάκη, με βασικό αίτημα τη διατήρηση του συσσιτίου και τη διανομή ρουχισμού.
ΤΑ ΜΠΛΟΚΑ
Τέλη Φεβρουαρίου του 1944, οι Γερμανοί υποχωρούσαν σε όλη την Ευρώπη. Τους τελευταίους μήνες της Κατοχής, λίγο πριν από την αποχώρησή τους, μαζί με τα Τάγματα Ασφαλείας, έθεσαν σε εφαρμογή την τακτική των μπλόκων. Η απόφαση των κατακτητών να καταστρέψουν τις υποδομές της πρωτεύουσας, με σκοπό να δυσχεράνουν την προέλαση των Άγγλων όταν θα αποβιβάζονταν στην Ελλάδα –ενώ οι ίδιοι θα υποχωρούσαν προς τον Ευρωπαϊκό Βορρά– πυροδότησε το μένος ενάντια στην Αντίσταση, και επέτρεψε την πρωτόγνωρη βιαιοπραγία των μπλόκων.
Τα μπλόκα που έγιναν την περίοδο της ναζιστικής κατοχής ήταν πολύ καλά σχεδιασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις και πραγματοποιήθηκαν, κυρίως, σε συνοικίες που είχαν έντονη αντιστασιακή δράση, όπως η Κοκκινιά όπου η συμμετοχή των κατοίκων στην οργανωμένη αντίσταση ήταν μαζική. Τα μπλόκα ήταν μια συστηματική μέθοδος εκφοβισμού του λαού σε πανελλήνιο επίπεδο. Σκοπός των μπλόκων ήταν να αποδυναμώσουν το αντιστασιακό κίνημα, να περιορίσουν την επιρροή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στον λαό στρέφοντας τους πολίτες ενάντια στην οργανωμένη αντίσταση. Η συντριβή της Αντίστασης και ο βαθύτατος αντικομμουνισμός των ναζί ήταν οι πρόσθετες αιτίες που οδήγησαν σε θηριωδίες σε όλη την Ελλάδα κατά την αποχώρησή τους, το 1944. Επιπροσθέτως, τα μπλόκα στις λαϊκές συνοικίες εξυπηρετούσαν και τροφοδοτούσαν την εργατική δύναμη στη Γερμανία. Μετά από κάθε μπλόκο, πλήθος ομήρων εκτοπιζόταν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Με τη λογική των αντιποίνων έγιναν στην επαρχία τα μεγάλα ολοκαυτώματα των Καλαβρύτων (13 Δεκεμβρίου 1943) και του Διστόμου (10 Ιουνίου 1944). Η κλιμάκωση της βίας των ναζί και των Ταγμάτων Ασφαλείας οδήγησαν στα μπλόκα του 1944 σε διάφορες πόλεις της Αττικής, όπως η Μάχη της Κοκκινιάς (4-8 Μαρτίου), το Μπλόκο της Καλογρέζας (15 Μαρτίου), οι συγκρούσεις στις ανατολικές/νοτιοανατολικές συνοικίες τον Απρίλιο, καθώς και τις δυτικές συνοικίες τον Μάιο/Ιούνιο, οι συμπλοκές στην Καισαριανή (10-16 Ιουνίου), το Μπλόκο του Ζωγράφου (27 Ιουνίου), το Μπλόκο της Γούβας (4 Ιουλίου), τα Μπλόκα των Πετραλώνων, της Πετρούπολης και του Γκύζη (12, 13, 14 Ιουλίου αντιστοίχως), η Μάχη της Καλλιθέας (24 Ιουλίου), το Μπλόκο του Βύρωνα (7 Αυγούστου), το Μπλόκο στο Δουργούτι (9 Αυγούστου), και το Μπλόκο της Κοκκινιάς (17 Αυγούστου), ένα από τα πιο αιματοβαμμένα μπλόκα την περίοδο της Κατοχής.
Η μάχη και, κυρίως, το Μπλόκο της Κοκκινιάς, όπως και σε άλλες συνοικίες, δεν ήταν απλά μια μορφή εκτεταμένης βίας και τρομοκρατίας των κατοίκων από τα Τάγματα Ασφαλείας και τους κατακτητές, αλλά ένα συλλογικό τραύμα για ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Το Μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν ένα οδυνηρό γεγονός που έγινε σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της περιοχής, και απέκτησε διαστάσεις πολιτισμικού τραύματος. Η εν λόγω εμπειρία καθόρισε τη συλλογική ταυτότητα της πόλης, και κυριάρχησε ποικιλοτρόπως στον δημόσιο λόγο τα επόμενα χρόνια.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ (4-8 ΜΑΡΤΙΟΥ 1944)
Οι ναζί γνώριζαν ότι χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αντιστασιακό κίνημα. Για τον λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.
Από τις 4 έως τις 8 Μαρτίου 1944 η Κοκκινιά βίωσε κάποιες από τις πιο τραγικές μέρες της ιστορίας της. Γερμανικές δυνάμεις –σε συνεργασία με τη χωροφυλακή και τα Τάγματα Ασφαλείας– έθεσαν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστάθηκε πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ, έχοντας υποστηρικτή και συμπαραστάτη τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Οι επιδρομείς τρεις μέρες επιχειρούσαν να μπουν στην πόλη, καθώς κάθε προσπάθειά τους αναχαιτιζόταν από τον ΕΛΑΣ, ενώ κάθε φορά επέστρεφαν δριμύτεροι –με βαρύτερο οπλισμό, περισσότερα πυρομαχικά, επιπρόσθετες ενισχύσεις– καθιστώντας αξιομνημόνευτο το χρονικό της Μάχης.
Σάββατο 4 Μαρτίου 1944. Το Σάββατο ήταν η πρώτη μέρα της απεργίας που είχε εξαγγείλει το ΕΑΜ στους Σιδηροδρόμους Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ) και τους Σιδηροδρόμους Πειραιώς, Αθηνών, Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ). Την ίδια μέρα, η Χωροφυλακή και μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας επιχείρησαν να μπουν από διαφορετικά σημεία στην Κοκκινιά, όμως σημειώθηκαν συγκρούσεις με τους μαχητές του ΕΛΑΣ στον χώρο του Γ΄ Νεκροταφείου και στις πολυκατοικίες στην Π. Ράλλη. Ο ΕΛΑΣ κατάφερε να τους αναχαιτίσει. Το ίδιο βράδυ πραγματοποιήθηκε κοινή σύσκεψη των αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αποφάσισαν γενική επιφυλακή και ενημέρωση του λαού της πόλης.
Κυριακή 5 Μαρτίου 1944. Οι κάτοικοι της Κοκκινιάς οργάνωσαν μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία Αγ. Νικολάου και απαίτησαν συσσίτιο για τα παιδιά. Παράλληλα οι μαχητές έκαναν έρανο στην περιοχή Άσπρα Χώματα για να συγκεντρώσουν τρόφιμα. Κατά τη διάρκεια συμπλοκής στα Άσπρα Χώματα ένας ανθυπομοίραρχος σκοτώθηκε, πιθανόν από χειροβομβίδα του ΕΛΑΣ που εμπόδιζε με ρίψη πυρομαχικών τις συλλήψεις αγωνιστών. Ένα απόσπασμα της Χωροφυλακής, που μετέφερε το νεκρό από το Νοσοκομείο Σαπόρτα δέχτηκε αιφνίδια επίθεση από τα στενά της Θηβών, με αποτέλεσμα να έχει αρκετούς τραυματίες και έναν νεκρό. Μετά από αιματηρές μάχες, οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ αναχαίτισαν τους κατακτητές και τα Τάγματα Ασφαλείας για δεύτερη φορά, και τους οδήγησαν σε οπισθοχώρηση.
Δευτέρα 6 Μαρτίου 1944. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις εντάθηκαν, καθώς τριάντα εργοστάσια συνέχισαν τη στάση εργασίας ως αντίδραση στα γεγονότα των προηγούμενων ημερών στην Κοκκινιά. Η συμμετοχή και η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους αγωνιστές της πόλης ήταν καθολική. Την ίδια μέρα η Κοκκινιά δέχθηκε νέα σχεδιασμένη επιδρομή από τις γερμανικές δυνάμεις, τα Τάγματα Ασφαλείας και τη Χωροφυλακή, που προσπαθούσαν να μπουν στην πόλη από το Γ΄ Νεκροταφείο. Όμως για άλλη μια φορά οι μαχητές του ΕΛΑΣ τους εμπόδισαν. Μετά από συγκρούσεις, οι κατακτητές οδηγήθηκαν σε άτακτη φυγή. Το βράδυ οι ΕΑΜίτες γέμισαν τους τοίχους με συνθήματα, ενώ τα «χωνιά» του ΕΑΜ ενθάρρυναν τον κόσμο ανακοινώνοντας: «Σήμερα οι κατακτητές και οι εθνοπροδότες πήραν ένα καλό μάθημα από το λαό της Κοκκινιάς και από τα παλικάρια του ΕΛΑΣ».
Τρίτη 7 Μαρτίου 1944. Οι επιθέσεις των ναζί και των Ταγμάτων Ασφαλείας αυξήθηκαν. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σήμανε στις 6:00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Τα Τάγματα Ασφαλείας επιχείρησαν να μπουν στην πόλη από την πλευρά του Δημαρχείου (Κονδύλη και Κινικίου), όμως τους απώθησαν οι μαχητές του 3ου Τάγματος με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες, που έριξε ο Στέλιος Καρδάρας. Δόθηκαν μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11:00΄ η αντίσταση του ΕΛΑΣ είχε καμφθεί, λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Τότε, πάρθηκε απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά είχαν απομείνει, και έγινε συμφωνία, αν χρειαζόταν, να δοθεί μάχη με πέτρες ή με τα χέρια. Στις μάχες συμμετείχαν ακόμα και γυναίκες και παιδιά. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές ήταν αδύνατος, αφού η Κοκκινιά περικυκλώθηκε από περίπου χίλιους οκτακόσιους στρατιώτες. Εκείνη τη μέρα σκοτώθηκε ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Γιώργος Βογιατζής. Οι ταγματασφαλίτες κρέμασαν το πτώμα του σε μια μουριά στη συμβολή των οδών Ιωνίας και Κασταμονής.
Τετάρτη 8 Μαρτίου 1944. Οι ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώθηκαν στο Δημοτικό σχολείο, επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούσαν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας έκαναν επιδρομές στην πόλη ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους «χωνιά» επιχείρησαν μάταια να στρέψουν τον λαό της Κοκκινιάς εναντίον της Αντίστασης. Κατά τη διάρκεια της μέρας τα Τάγματα Ασφαλείας και οι χωροφύλακες κατέστρεψαν σπίτια, εκτέλεσαν έξι πολίτες, και απαγχόνισαν τέσσερα άτομα στην πλατεία Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι ναζί και τα Τάγματα Ασφαλείας αποχώρησαν από την Κοκκινιά μεταφέροντας τριακόσιους αιχμαλώτους στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, τους οποίους βασάνισαν αποτρόπαια για να προδώσουν συναγωνιστές.
Πέμπτη 9 Μαρτίου. Πενήντα κρατούμενοι του στρατοπέδου εκτελέστηκαν στα νταμάρια Χαϊδαρίου, ανάμεσά τους και τριάντα επτά αγωνιστές από την Κοκκινιά, μεταξύ αυτών και ο Αλέξανδρος Μουχτούρης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι άντρες της Γκεστάπο –για πρώτη και τελευταία φορά– έκαναν φάρσα σε μελλοθάνατους του στρατοπέδου, καθώς το προηγούμενο βράδυ της εκτέλεσης έστειλαν τους τριάντα επτά κρατούμενους της Κοκκινιάς στην «αποθήκη 21» για να πάρουν τα προσωπικά τους είδη –με το πρόσχημα ότι την επόμενη μέρα θα τους απελευθέρωναν– υποβάλλοντάς τους σε μια αδιανόητη ψυχική δοκιμασία.
Στις 25 Μαΐου οι αγωνιστές της Κοκκινιάς που δεν εκτελέστηκαν στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, κυρίως στο Μανχάϊμ. Το Μπλόκο της Κοκκινιάς –που ακολούθησε πέντε μήνες αργότερα– μπορεί να θεωρηθεί η εκδικητική κατάληξη της Μάχης της Κοκκινιάς, που παρά τις δυσκολίες και τις ελλείψεις σε πυρομαχικά οι αγωνιστές κατάφεραν τελικά να κρατήσουν την πόλη.
ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ (17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944)
Από τον Μάρτιο του 1944 –που έγινε η Μάχη της Κοκκινιάς– μέχρι το Μπλόκο, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, η Κοκκινιά προετοιμαζόταν για τη μεγάλη έφοδο που θα ακολουθούσε. Από τις αρχές Αυγούστου τα Τάγματα Ασφαλείας και η Χωροφυλακή κινούνταν επιθετικά προς την Κοκκινιά ερευνώντας την ευρύτερη περιοχή του Πειραιά προκειμένου να εντοπίσουν ντόπιους αντάρτες. Οι αντιστασιακές οργανώσεις έδωσαν εντολή στα στελέχη τους να διαμένουν τις νύχτες εκτός Κοκκινιάς.
Τρίτη 15 Αυγούστου 1944. Οι ναζί επιχείρησαν να μπουν από τα Μανιάτικα του Πειραιά στο νότιο τμήμα της Κοκκινιάς, οπότε έγιναν αντιληπτοί από τον λαό και τις αντιστασιακές οργανώσεις. Η αναχαίτισή τους άρχισε αμέσως και κατέληξε σε πολύωρες οδομαχίες. Οι μάχες διαδραματίστηκαν σε όλες τις γειτονιές της Κοκκινιάς, ενώ τα μέτωπα των συγκρούσεων συνέκλιναν τελικά προς το κέντρο της. Με το πέρασμα του χρόνου οι αγωνιστές αποδυναμώθηκαν, τα πυρομαχικά σώθηκαν, ενώ η υπεροπλία των ναζί –σε συνδυασμό με την καθοδήγηση των ντόπιων συνεργατών τους που γνώριζαν καλά την τοπογραφία της πόλης– επέτρεψε την υπερίσχυση του εχθρού. Η συγκέντρωση των πρώτων αιχμαλώτων έγινε στο εργοστάσιο της Στερλίνας, που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Κυδωνιών (Π. Ράλλη) και Κύπρου, από όπου οι όμηροι μεταφέρθηκαν με φορτηγά στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944. Προτού ξημερώσει, κοντά στις 2:30΄, ξεκίνησε το δράμα της μαζικής εξόντωσης που κορυφώθηκε με την εμφάνιση των προδοτών στην πλατεία Οσίας Ξένης. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικύκλωσαν τις γύρω περιοχές: Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί, Ρέντη, Κερατσίνι, Φάληρο, Πειραιά. Την ώρα που ο κόσμος κοιμόταν, δύο χιλιάδες μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας και πεντακόσιοι ναζί στρατιώτες εισέβαλαν στην Κοκκινιά, με πρωτοφανή οπλισμό για τα δεδομένα επιχείρησης εντός των ορίων της πρωτεύουσας. Στο Μπλόκο πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν ο διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας, συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, ο ταγματάρχης Γιώργος Σγούρος, και ο διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της αστυνομίας Νίκος Μπουραντάς.
Μετά τις 6:00΄, οι τηλεβόες αντήχησαν στους δρόμους της πόλης λέγοντας: «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άντρες από 14 έως 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Πανικός κυριάρχησε παντού. Οι στέγες, οι καταπακτές και τα πηγάδια έγιναν οι κρυψώνες των αντρών της Κοκκινιάς που επέλεξαν να μην πάνε στην πλατεία. Όσοι εντοπίστηκαν στα σπίτια τους εκτελέστηκαν επί τόπου. Γυναίκες, ακόμα και παιδιά, συνόδευαν εναγωνίως τους άντρες στην πλατεία. Τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας, βρίζοντας και χτυπώντας τα γυναικόπαιδα, λεηλατούσαν και κατέστρεφαν ό,τι βρισκόταν μπροστά τους. Η αντίσταση των μαχητών του ΕΛΑΣ πνίγηκε στο αίμα. Στους δρόμους της Κοκκινιάς έπεσαν οι πρώτοι νεκροί.
Στις 9:00΄, η πλατεία της Οσίας Ξένης και οι γύρω δρόμοι γέμισαν κόσμο. Οι άντρες χωρίστηκαν σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κουκουλοφόροι προδότες να υποδείξουν ποιοι θα εκτελεσθούν, ενώ –υπό τις κάνες των όπλων– διατάχτηκαν να πέσουν στα γόνατα, με τα χέρια κολλημένα στο σώμα και το κεφάλι ψηλά, μένοντας γονυπετείς επί ώρες μες στην αφόρητη ζέστη του Αυγούστου. Η δίψα τούς θέρισε, κάποιοι λιποθύμησαν, ενώ άλλοι ασθμαίνοντας εκλιπαρούσαν για λίγες σταγόνες νερό. Όσες γυναίκες ή παιδιά τόλμησαν να προσφέρουν νερό, κακοποιήθηκαν βίαια μπροστά σε όλους. Η αγωνία κορυφώθηκε όταν ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος έδωσε το γενικό πρόσταγμα. Ο ταγματάρχης Γιώργος Σγούρος και ο γιος του Θόδωρος, που ήταν ντυμένος τσολιάς, πήραν θέσεις. Στην πλατεία εμφανίστηκαν οι ντόπιοι δωσίλογοι, Κιρκόρ Μπαταβιάν, Γρηγόρης Ιωαννίδης, Μπατράνης, Μπεμπέκογλου, Μεϊμάρης, και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι φορώντας μαύρες κουκούλες, σήκωναν το δάχτυλο και έδειχναν ποιοι θα εκτελεστούν. Στο στόχαστρό τους ήταν, κυρίως, ηγετικά στελέχη της Αντίστασης, μέλη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, ενώ κάποιοι υπέδειξαν και δημότες με τους οποίους είχαν προσωπικές διαφορές, ακόμα και αγνώστους. Όποιον έδειχναν τον μετέφεραν στη Μάντρα συνοδεία στρατιωτών και τον οδηγούσαν στον χώρο εκτέλεσης του ταπητουργείου, εκεί όπου παλιότερα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, γνωρίζοντας καλά την τέχνη της ταπητουργίας, ύφαιναν ωραιότατα χαλιά στους αργαλειούς. Στις 17 Αυγούστου 1944, η εικόνα στον χώρο εκτελέσεων του ταπητουργείου ήταν αποτρόπαια. Σωρός τα πτώματα στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο, ενώ ο δήμιος του εκτελεστικού αποσπάσματος πίνοντας ούζο αναφωνούσε στα γερμανικά μια φράση κλειδί: «όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν», μαρτυρώντας το μένος των ναζί και των Ταγμάτων Ασφαλείας εναντίον των κομμουνιστών, των πρωτεργατών της Αντίστασης. Τη μέρα του Μπλόκου, το χώμα της Μάντρας ποτίστηκε με το αίμα των αγωνιστών της Κοκκινιάς, ενώ κάποια στελέχη των οργανώσεων προπηλακίστηκαν και βασανίστηκαν άγρια προτού εκτελεστούν.
Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η υπόδειξη του λοχαγού του ΕΛΑΣ και γραμματέα της ΚΟΒ Κιλικιανών Αποστόλη Χατζηβασιλείου από τον γνωστό χαφιέ της Κοκκινιάς Μπατράνη, ο οποίος χαιρετώντας τον ειρωνικά με τη φράση «τα σέβη μου λοχαγέ» έδωσε το σύνθημα για τη σύλληψή του. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τον Χατζηβασιλείου –και χτυπώντας τον αλύπητα– του έβγαλαν με την ξιφολόγχη το μάτι, του έσκισαν τα μάγουλα, και τον περιέφεραν ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας του να μαρτυρήσει συναγωνιστές του. Ο λοχαγός, αν και ξέπνοος από τη βία που είχε δεχτεί, απέδειξε το ψυχικό σθένος του λέγοντας με όση δύναμη του είχε απομείνει «Πατριώτες ψηλά το κεφάλι. Μη φοβάστε, κανέναν δεν προδίδω∙ κανέναν», αναπτερώνοντας το ηθικό των γονατισμένων αντρών στην πλατεία. Ακολούθησε ο Παναγιώτης Ασμάνης, στέλεχος της ΟΠΛΑ, ο οποίος βασανίστηκε οικτρά προτού εκτελεστεί από τον Ιωάννη Πλυτζανόπουλο. Ενδεικτικός ήταν και ο ηρωισμός του Κώστα Περιβόλα, ο οποίος –όταν ήρθε η σειρά του– όρμησε πάνω στον Πλυτζανόπουλο αρπάζοντας τον από τον λαιμό, και εκείνος τον εκτέλεσε επί τόπου.
Την ίδια ώρα σε ένα απομονωμένο σπίτι στην περιοχή της Νεάπολης, στα Αρμένικα της Κοκκινιάς, μια ομάδα μαχητών του ΕΛΑΣ δέχτηκε επίθεση. Οι αγωνιστές έριξαν μια χειροβομβίδα επιχειρώντας να διαφύγουν, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ενός λοχαγού των ναζί και μερικών μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας, γεγονός που οδήγησε σε νέα αιματοχυσία. Για αντίποινα οι ναζί μετέφεραν –με καμιόνια από την πλατεία της Οσίας Ξένης– σαράντα έξι άτομα, τα οποία εκτέλεσαν ομαδικά στη συμβολή των οδών Ακροπόλεως και Αρτέμιδος. Επίσης, έβαλαν φωτιά στα σπίτια του συνοικισμού, από τα ενενήντα έκαψαν ολοσχερώς τα ογδόντα. Έκτοτε, ο συνοικισμός ονομάστηκε «Καμένα του Καραβά».
Στην ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ συμμετείχε και η δεκαεννιάχρονη μαχήτρια Διαμάντω Κουμπάκη, η οποία –μετά τη σύλληψή της– οδηγήθηκε με άγριο ξυλοδαρμό στη Μάντρα όπου άφησε αγέρωχη την τελευταία της πνοή. Λίγο πριν την εκτέλεσή της –παρά τα χτυπήματα με τους υποκόπανους των όπλων– βρήκε τη δύναμη να φωνάξει «Μια ζωή τη χρωστάμε∙ ας μην την πάρουν οι προδότες. Υπάρχουν χιλιάδες λεβέντες. Θα τους εκδικηθούν». Παρόμοια κατάληξη είχε και η δεκαεπτάχρονη Αθηνά Μαύρου, η οποία –αν και κακοποιήθηκε βάναυσα– αρνήθηκε να προδώσει τους συναγωνιστές της.
Στη Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς, στις 17 Αυγούστου 1944, εκτελέστηκαν συνολικά εβδομήντα πέντε άτομα, εβδομήντα δύο άντρες και τρεις γυναίκες, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν εβδομήντα οκτώ εκτελεσμένους. Μετά τις εκτελέσεις, οι ναζί επέτρεψαν στους κουκουλοφόρους τη σκύλευση των νεκρών. Καθώς οι προδότες αναζητούσαν πολύτιμα αντικείμενα βεβηλώνοντας τα σώματα των εκτελεσμένων, έπεσαν ξέπνοοι από τα γερμανικά πολυβόλα. Η αυλαία της τραγωδίας έκλεισε στις 18:00΄. Η Κοκκινιά μέτρησε τους νεκρούς της, οι οποίοι ξεπέρασαν τους εκατόν σαράντα οκτώ σε πρώτο απολογισμό, ενώ σε μια δεύτερη εκτίμηση υπερέβησαν τους διακόσιους. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι οι εκτελεσμένοι του Μπλόκου της Κοκκινιάς ήταν περισσότεροι. Οι όμηροι οδηγήθηκαν οδοιπορώντας στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Όποιος γονάτισε από εξάντληση στη διαδρομή εκτελέστηκε επιτόπου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Hagen Fleischer, από τους τρεις χιλιάδες ομήρους που έφτασαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, χίλιοι διακόσιοι εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκ των οποίων τριακόσιοι τριάντα πέντε δεν γύρισαν πίσω ποτέ. Το Μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν το αποκορύφωμα των θηριωδιών των ναζί και των Ταγμάτων Ασφαλείας τον Αύγουστο του 1944. Τις επόμενες ημέρες, η Κομμουνιστική Οργάνωση Αθήνας του ΚΚΕ εξέδωσε προκήρυξη για το Μπλόκο της Κοκκινιάς, στην οποία ζητούσε εκδίκηση. Το επόμενο διάστημα οι κάτοικοι της Κοκκινιάς συσπειρώθηκαν, και με ακόμα μεγαλύτερο σθένος αγωνίστηκαν με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ κατά των κατακτητών και των Ταγμάτων Ασφαλείας.
ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚΟΥ (24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944)
Στο μνημόσυνο των εκτελεσμένων του Μπλόκου, σαράντα μέρες μετά, ενώ σχεδόν κάθε σπίτι ήταν βυθισμένο στο πένθος, και χιλιάδες λαού –με σημαίες και λάβαρα– είχαν κατακλύσει τη Μάντρα, την πλατεία και τους γύρω δρόμους, οι ναζί αιματοκύλησαν την Κοκκινιά για τρίτη φορά, πολυβολώντας –εν ψυχρώ– από το ύψωμα της Δεξαμενής του Καραβά (λόφος Βώκου) το συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία Οσίας Ξένης, με αποτέλεσμα η πόλη να θρηνήσει και άλλους δεκαπέντε νεκρούς.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Η αντιπαράθεση με τον ξένο κατακτητή, τα Τάγματα Ασφαλείας, και τους ντόπιους καταδότες, αποτελεί την αγωνιστική παρακαταθήκη του λαού της Κοκκινιάς, που πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίματος στη Μάχη της Κοκκινιάς, στο ιστορικά αλησμόνητο Μπλόκο της πόλης, καθώς και στο Μνημόσυνο του Μπλόκου. Η απελευθέρωση ήρθε λίγο αργότερα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, με την απελευθέρωση της Αθήνας, ξημέρωσε η μέρα της λευτεριάς. Ο λαός της Κοκκινιάς πλημμύρισε τους δρόμους και τις πλατείες πανηγυρίζοντας την απελευθέρωση. Πολύς κόσμος κατευθύνθηκε στον χώρο της Μάντρας, κρατώντας λουλούδια και ψάλλοντας πένθιμα εμβατήρια και τραγούδια της Αντίστασης, για να αποτίσει φόρο τιμής στους ήρωες της πόλης. Στον Πειραιά, ο αγώνας με τον κατακτητή τελείωσε μια μέρα μετά, με τη σημαντική μάχη της Ηλεκτρικής, 13 Οκτωβρίου1944.
Την ημέρα της ελευθερίας διαδέχτηκαν τα Δεκεμβριανά και ο εμφύλιος. Μετά τα Δεκεμβριανά ακολούθησαν η ποινικοποίηση της ΕΑΜικής Αντίστασης, καθώς και η «απαλλαγή» των δωσίλογων μέσα από δίκες παρωδίες. Οι αγωνιστές της Αντίστασης καταδικάστηκαν σε εξοντωτικές ποινές, ενώ οι συνεργάτες των κατακτητών αθωώθηκαν ή αντιμετωπίστηκαν με επιείκεια. Τον Μάρτιο του 1947, το Γ΄ Δικαστήριο Δωσίλογων αθώωσε τελικά τον Γιώργο Σγούρο και τον Ιωάννη Πλυτζανόπουλο για τη δράση τους στα Τάγματα Ασφαλείας, και τη συμμετοχή τους στα μπλόκα της Κοκκινιάς.
ΣΥΧΡΟΝΗ ΝΙΚΑΙΑ
Η Νίκαια σήμερα είναι μια σύγχρονη πόλη, η οποία διατηρώντας κάποια από τα παραδοσιακά στοιχεία της –και κρατώντας άσβεστες τις ιστορικές μνήμες του παρελθόντος– διεκδικεί δυναμικά το παρόν της δημιουργώντας την παρακαταθήκη του μέλλοντος.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Η Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς, το παλιό ταπητουργείο της πόλης, είναι ο τόπος όπου στις 17 Αυγούστου 1944 εκτελέστηκαν από τους Ναζί κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, δωσίλογους και ταγματασφαλίτες, 75 άτομα, 72 άντρες και 3 γυναίκες, αγωνιστές και αγωνίστριες που μετείχαν ενεργά στην Αντίσταση και στον απελευθερωτικό αγώνα της χώρας ενάντια στη ναζιστική κατοχή. (Άλλες πηγές αναφέρουν 78 εκτελεσμένους). Ο συνολικός αριθμός των εκτελεσμένων του Μπλόκου της Κοκκινιάς ξεπερνά τους 200, χωρίς να υπολογίζονται όσοι εκτοπίστηκαν με τρένα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας και τα γειτονικά κολαστήρια της Αυστρίας και της Πολωνίας, πολλοί από τους οποίους δεν γύρισαν πίσω ποτέ. Η Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς ως μνημείο σύμβολο της Αντίστασης, υπενθυμίζει τη φρίκη του πολέμου και αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας, όπως μετουσιώθηκε στον επώδυνο όσο και σθεναρό αντιφασιστικό αγώνα την περίοδο της Κατοχής. Στον χώρο πραγματοποιούνται οργανωμένες επισκέψεις σχολείων, συλλόγων, φορέων, γίνονται εκπαιδευτικά προγράμματα και διοργανώνονται ιστορικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2015. Η συλλογή του φιλοξενεί πλήθος ιστορικών κειμηλίων, πολεμικών τεκμηρίων και αρχειακού υλικού, ψηφίδες που ανασυνθέτουν την περίοδο 1941-1944. Μεταξύ αυτών βρίσκονται: η σημαία του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, δείγματα στρατιωτικής εξάρτησης και οπλισμού, σπάνιο φωτογραφικό υλικό, το καταστατικό της ΕΠΟΝ, οι κούκλες από το κουκλοθέατρο του βουνού. Το Μουσείο εκπληρώνει το ηθικό χρέος του Δήμου απέναντι στους αγωνιστές της Αντίστασης και τους εκτελεσμένους των Μπλόκων όλων των αιματοβαμμένων μαρτυρικών πόλεων την περίοδο της Κατοχής, και επιδιώκει να αποδώσει τη δέουσα τιμή στο μαζικό, απελευθερωτικό, αντιστασιακό κίνημα, αναδεικνύοντας την ελευθερία, την ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη ως αδιαπραγμάτευτες διαχρονικά αξίες. Στον χώρο του πραγματοποιούνται οργανωμένες επισκέψεις σχολείων, συλλόγων, φορέων, γίνονται εκπαιδευτικά προγράμματα, και διοργανώνονται εκδηλώσεις ιστορικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
Η Δημοτική Πινακοθήκη Νίκαιας-Αγ. Ι. Ρέντη «Ντίνος Κατσαφάνας» ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 2015. Η συλλογή της περιλαμβάνει έργα ελλήνων καλλιτεχνών που χρονολογούνται από τον μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα. Με ποικιλία εκφραστικών μέσων (ζωγραφική, χαρακτική, γλυπτική, κατασκευές, βίντεο) καταγράφει χαρακτηριστικές όψεις της ελληνικής τέχνης στο διάστημα ενός αιώνα. Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα χαρακτικά έργα που προέρχονται από το Ανοιχτό Εργαστήριο Χαρακτικής του Δήμου Νίκαιας- Αγ. Ι. Ρέντη, το οποίο λειτουργεί σε συνεργασία με το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας. Η Δημοτική Πινακοθήκη παρουσιάζει περιοδικές εικαστικές εκθέσεις, τις οποίες επιμελείται ή φιλοξενεί. Σε τακτική βάση εκπονούνται και πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα για σχολικές ομάδες, σεμινάρια ιστορίας της τέχνης και ξεναγήσεις για το κοινό. Προγράμματα ανοιχτής συμμετοχής για παιδιά, προγράμματα για την τρίτη ηλικία και ανεξάρτητες εκδηλώσεις συμπληρώνουν τη δραστηριότητά της.
Το Κατράκειο Θέατρο είναι το μεγαλύτερο σύγχρονο θέατρο της χώρας, και βρίσκεται στο παλιό λατομείο, στον λόφο Σελεπίτσαρι, σε μια έκταση 500 στρεμμάτων. Λίγο πριν το 1982, τα παλιά νταμάρια άρχισαν να παίρνουν ζωή και σταδιακά έγιναν πνεύμονας πολιτιστικής δημιουργίας, με πρωτοβουλία του Μίνου Βολανάκη. Το Κατράκειο Θέατρο, στο οποίο γίνονται πλήθος εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Καλοκαιριού, συγκεντρώνει θεατές από ολόκληρο το Λεκανοπέδιο Αττικής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική διοργάνωση του Δήμου, στα πλαίσια της οποίας φιλοξενούνται, κυρίως, συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις.
Το Δημοτικό Κηποθέατρο, το οποίο βρίσκεται μέσα στον Δημοτικό Κήπο της Νίκαιας, επί της οδού Κύπρου και Προύσσης, φιλοξενεί κάθε χρόνο –από τα τέλη Μαΐου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου– ένα σημαντικό αριθμό εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Καλοκαιριού, το Μαθητικό Φεστιβάλ του Δήμου, εκδηλώσεις των Εργαστηρίων της Διεύθυνσης Πολιτισμού, το Διαδημοτικό Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Δήμων Αττικής, εκδηλώσεις συλλόγων και φορέων της πόλης, θεατρικές παραστάσεις και μουσικές εκδηλώσεις.
Ο Δημοτικός Πολυχώρος «Μάνος Λοΐζος», ο οποίος βρίσκεται επί της οδού Θηβών, αποτελείται από επί μέρους χώρους με διαφορετικές χρήσεις. Στο κεντρικό συγκρότημα βρίσκεται το ομώνυμο κλειστό θέατρο Μάνος Λοΐζος, ενώ σε άλλες αίθουσες πραγματοποιούνται εκθέσεις των καλλιτεχνικών τμημάτων του Δήμου και φορέων της πόλης. Σε ανεξάρτητο εξωτερικό χώρο λειτουργεί ο θερινός κινηματογράφος Σινέ Νίκαια, και αναψυκτήριο.
Το Χαμάμ, τα δημόσια λουτρά της πόλης όπου παλαιότερα γινόταν η καθαριότητα, η περιποίηση και η αισθητική φροντίδα των λουομένων προσφύγων δημοτών, βρίσκεται επί των οδών Μυλασσών και Αρμενίων Προσκόπων –στην αυλή του 3ου Γυμνασίου Νίκαιας– και λειτουργεί ως αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου και άλλων φορέων.
Συγγραφή/επιμέλεια: Ειρήνη Ρηνιώτη
